- εσπέρα
- η (AM ἑσπέρα, Α ιων. τ. ἑσπέρη)1. (ενν. ώρα) το τέλος τής ημέρας, το χρονικό διάστημα από τη δύση τού ηλίου μέχρι να επικρατήσει το νυχτερινό σκοτάδι (ή και ακόμη περισσότερο)2. (ενν. χώρα) το δυτικό μέρος τού ορίζοντα, η δύσημσν.- νεοελλ.φρ. «καλή ‘σπέρα», «καλὴν ἐσπέραν» — χαιρετισμός όταν συναντάμε κάποιον μετά το απόγευμααρχ.1. νύχτα2. μτφ. τα γηρατειά («βίος ἐσπέραν ἄγει» — η ζωή φτάνει προς το τέλος της)3. φρ. α) «ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ» — μόλις ήρθε η νύχταβ) «περί ἑσπέραν βαθεῑαν» — αργά το βράδυ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ.-αττ. τ. (ιων. εσπέρη). Έχει την ίδια σημασία με τον επικ. ποιητ. τ. έσπερος, που προήλθε από αρχ. *hέσπερος (< ΙE *wesper-os «εσπέρα») και συνδέεται με άλλους ΙΕ τύπους, όπως τα λατ. vesper «εσπέρα», λιθ. vākaras, αρχ. σλαβ. večer καθώς και με ουαλ. ucher, αρμ. gišer.ΠΑΡ. εσπερία, εσπερινόςαρχ.εσπερίζω, εσπερικός, εσπέριος, εσπερίτης, εσπερόθενμσν.εσπεραίος, εσπερίηθεννεοελλ.εσπερίδα, σπερίζω, σπερνός.ΣΥΝΘ.: (Α’ συνθετικό) (μον.) εσπερόμορφος. (Β συνθετικό) αρχ. ακρέσπερος, εφέσπερος, ποθέσπερος).
Dictionary of Greek. 2013.